- αποτυφλωτικός
- -ή, -όαυτός που αποτυφλώνει, που είναι πολύ δυνατός (κυρίως λέγεται για φως): Το φως που έπεφτε στα μάτια του ήταν κυριολεκτικά αποτυφλωτικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.